κυνοκεφάλους

κυνοκεφάλους
κυνοκέφαλος
dog-headed
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • SERPENS — callidissimum animal, inter bestias agri, Gen. c. 3. v. 1. hominique ante lapsum gratissimum, ob peculiarem hunc prudentiae characterem, quae non ratione, sed celerrimo spirituum ac membrorum, ad haec illaque obiecta, motu constabat; mox Satanae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • λεοντοκέφαλος — η, ο (Α λεοντοκέφαλος, ον) αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • μανδρίλος — Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandrillus sphinx. Το θηλαστικό αυτό, που έχει μήκος ένα περίπου μέτρο μαζί με την πολύ κοντή ουρά του, διακρίνεται από τα άλλα πρωτεύοντα από το μεγάλο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”